αγγειορραγία

αγγειορραγία
η мед. разрыв сосуда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγγειορραγία" в других словарях:

  • αγγειορραγία — αγγειορραγία, η και αγγειορρηξία, η (ιατρ.), το σπάσιμο αγγείου του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειορραγία — Η ρήξη ενός αγγείου και η αιμορραγία που επακολουθεί. Λέγεται και αγγειόρρηξη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»